- προσηλυτιστικός
- η , ό[ν]1) относящийся к обращению в другую веру; 2) относящийся к вербовке (в организацию)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσηλυτιστικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει στον προσηλυτισμό (α. «προσηλυτιστική δράση» β. «προσηλυτιστικά βιβλία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό] … Dictionary of Greek
προσηλυτιστικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει στον προσηλυτισμό: Προσηλυτιστικά έντυπα. – Προσηλυτιστικά φυλλάδια κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)